-
1 προδιαγιγνωσκω
1) заранее обдумыватьπρὴν ἐν (πολέμῳ) γενέσθαι, προδιάγνωτε Thuc. — подумайте, прежде чем ввязаться в войну
2) предварительно решатьἃ προδιαγνόντες παραινοῦσιν Thuc. — то, что они внушат на основе заранее принятого решения
См. также в других словарях:
προδιαγιγνώσκω — Α 1. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι κάτι εκ τών προτέρων («τοῡ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ γενέσθαι προδιάγνωτε», Θουκ.) 2. αποφασίζω, καθορίζω κάτι από πριν («ἅ σφεῑς προδιαγνόντες παραινοῡσιν», Θουκ.) 3. φρ. «μηδὲν… … Dictionary of Greek